φωτίκι

φωτίκι
το
1. το σεντόνι με το οποίο τυλίγουν το νεοβάφτιστο βρέφος αμέσως μετά την τέλεση του βαφτίσματος, το λαδόπανο.
2. στον πληθ., φωτίκια τα βαφτιστικά ρούχα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εμφώτιον — ἐμφώτιον, το (Μ) λευκό ιμάτιο που φορούσαν οι βαπτιζομενοι (φωτιζόμενοι) μετά τη βάπτιση, κν. φωτίκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”